- σιδεράδικο
- τοεργαστήριο του σιδερά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιδεράδικο — το, Ν 1. εργαστήριο κατεργασίας σιδήρου, σιδηρουργείο 2. κατάστημα πώλησης σιδερικών, σιδηροπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδεράς + κατάλ. άδικο (πρβλ. γαλατ άδικο)] … Dictionary of Greek
ατσιγγαναριό — το 1. κατασκήνωση τσιγγάνων 2. τόπος ακατάστατος και βρόμικος 3. εργαστήριο τσιγγάνου, σιδεράδικο … Dictionary of Greek
σιδηρουργείο — το / σιδηρουργεῑον, ΝΑ [σιδηρουργός] νεοελλ. εργαστήριο κατεργασίας σιδήρου, σιδεράδικο αρχ. μεταλλείο σιδήρου ή τόπος καθαρισμού τού σιδηρούχου μεταλλεύματος … Dictionary of Greek
Μουσείο Αγροτικής Ιστορίας και Λαϊκής Τέχνης (Κρήτης) — Σε ένα από τα χτισμένα σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική κτίρια των ξενοδοχειακών συγκροτημάτων Αρόλιθος (11ο χλμ. παλαιάς εθνικής οδού Ηρακλείου Ανωγείων Ρεθύμνου, κοντά στο χωριό Τύλισσος) λειτουργεί από το Νοέμβριο του 1999 ένα λαογραφικό μουσείο… … Dictionary of Greek
αντικρύ — και αντίκρυ και αντίκρια επίρρ. τοπ., απέναντι: Αντίκρυ στο σπίτι μου είναι ένα σιδεράδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)